ὑπόπετρος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ον,
A rocky, γῆ Hdt.2.12, Thphr.CP3.20.5, PTeb.72.14 (ii B. C.), cf. Str.16.2.36; χωρία Dsc.4.33.
German (Pape)
[Seite 1228] unten felsig od. steinig, mit steinigem Boden, Her. 2, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόπετρος: -ον, ὑπόλιθος, ὀλίγον πετρώδης, γῆ Ἡρόδ. 2. 12, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 5, Στράβ. 761.