κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
[Seite 865] verblüht, nach Möris hellenistisch für das att. βούπαις.
ἔξακμος: ὁ, = βούπαις, δηλ. μέγας παῖς, οὔπω τέλειος ἀνήρ, «βούπαις, Ἀττικῶς, ἔξακμος Ἑλληνικῶς» Μοῖρις σ. 97, ἔνθα ἴδε μακρὰν σημ. Piers.