ἔξακμος
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
Spanish (DGE)
-ου, ὁ que está en la flor de su juventud, muchacho, mozalbete glos. a βούπαις Moer.β 18.
German (Pape)
[Seite 865] verblüht, nach Möris hellenistisch für das att. βούπαις.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξακμος: ὁ, = βούπαις, δηλ. μέγας παῖς, οὔπω τέλειος ἀνήρ, «βούπαις, Ἀττικῶς, ἔξακμος Ἑλληνικῶς» Μοῖρις σ. 97, ἔνθα ἴδε μακρὰν σημ. Piers.
Greek Monolingual
ἔξακμος, ο (Α) ακμή
βούπαις, μεγαλόσωμο παιδί που δεν είναι ακόμη τέλειος άντρας.