ἠνεκής
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
English (LSJ)
ές,
A bearing onwards, i.e. far-stretching, ἠνεκέεσσι τρίβοις Nic.Al.592. Adv. -κέως continuously, without break, τὸ πάντων νόμιμον . . ἠ. τέταται Emp.135.2: neut. ἠνεκές as Adv., Arat.445, Call. Aet.1.2.8; of Time, ἠνεκὲς αἰέν Emp.17.35, cf. Nic.Al.517, etc. (Found in early Ep. only in compds., such as διηνεκής.)
German (Pape)
[Seite 1171] ές (ενεκω, ἐνεγκεῖν), weithin-, ausgedehnt, τρίβοι, Nic. Al. 605; – ἠνεκές, adv., lange, ib. 517 u. a. Sp.; – ἠνεκέως, Empedocl. bei Arist. rhet. 1, 13, ἠν. τέταται, lang hin u. ununterbrochen.
Greek (Liddell-Scott)
ἠνεκής: -ές, φέρων, ὁδηγῶν ἐμπρός, δηλ. ἐπὶ μακρὸν ἐκτεινόμενος, ἠνεκέεσι τρίβοις Νικ. Ἀλ. 605. -Ἐπίρρ. -κέως, ὡς τὸ διηνεκῶς, ζανεκέως, συνεχῶς, ἀδιακόπως, αὐτόθι 517, Ἐμπεδ. 439· οὕτως, ἠνεκὲς Ἄρατ. 445· καὶ ἐπὶ χρόνου, Καλλ. Ἀποσπ. 138, Νικ. Ἀλ. 517, κτλ. Ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς παλαιοῖς συγγραφεῦσι μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις διηνεκής, κεντρηνεκής, ἃ ἴδε.