ὑπερκεράω

From LSJ
Revision as of 10:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερκεράω Medium diacritics: ὑπερκεράω Low diacritics: υπερκεράω Capitals: ΥΠΕΡΚΕΡΑΩ
Transliteration A: hyperkeráō Transliteration B: hyperkeraō Transliteration C: yperkerao Beta Code: u(perkera/w

English (LSJ)

(κέρας v. 3)

   A outflank, τοὺς πολεμίους Plb.11.23.5, cf. Plu.Brut.41, Onos.21.1, etc.: metaph., stretch beyond, ἡ ἤπειρος ὑ. Peripl.M.Rubr.38; ὑ. ὕδωρ τῆς ἀντλίας Sch.Ar.Pax17.

German (Pape)

[Seite 1197] überflügeln, mit den Flügeln des Heeres die des feindlichen umgehen und einschließen; Pol. 11, 23, 5; Plut. Brut. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκεράω: (κέρας VII) ὑπερφαλαγγῶ, κυκλώνω, τοὺς πολεμίους Πολύβ. 11. 23, 5, Πλούτ. κλπ.· ― μεταφορ., ἐκτείνομαι πέραν τινός, ἡ ἤπειρος ὑπ. Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. σ. 21, 24, Huds.· ὡς ὑπερκεράσαντος ὕδατος τῆς ἀντλίας Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 17.