κακόμισθος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A ill-rewarded, Sch.A.Ch.733.
German (Pape)
[Seite 1301] schlecht belohnt, Erkl. von ἄμισθος, Schol. Aesch. Ch. 731.
Greek (Liddell-Scott)
κακόμισθος: -ον, κακῶς ἀνταμειφθείς, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Χο. 733, Βασίλ. τ. 3, σ. 208Α.