ὑπόβαθρον
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
τό,
A anything put under, a base: 1 footstool, Thphr.HP5.7.6, App.Pun.111, D.L.1.94; ὑ. νυμφικά IG22.1485.54. 2 a wooden framework to support a couch, a kind of rocking apparatus, X.Mem.2.1.30, Antyll. ap. Orib.6.23.3, Anon. ap. Stob.4.31.84. 3 keel of a ship, prob. for ὑποβάραθρον in Gal.19.169. 4 step, δἰ ὑποβάθρων Lyd.Mag.2.11, 3.41.
German (Pape)
[Seite 1210] τό, Alles, was man unterstellt oder untersetzt, Grundlage, Fundament, Fußbank, Sp.; auch Fußteppich, wie man erkl. Xen. Mem. 2, 1, 30 οὐ μόνον τὰς στρωμνάς, ἀλλὰ καὶ τὰς κλίνας καὶ τὰ ὑπόβαθρα ταῖς κλίναις παρασκευάζεις.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόβαθρον: τό, πᾶν τό ὑποκάτω τιθέμενον ἢ κείμενον, βάσις· 1) ὑποπόδιον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6, Ἀππ. Καρχηδ. 111, Διογ. Λ. 1. 194. 2) ὁ ὑπὸ τὸ ἀνάκλιντρον ξύλινος σκελετός, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 30, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 114, Matth., πρβλ. αὐτόθι 170, 172. 3) ἐπὶ τῆς τρόπιδος πλοίου, Γαλην. τ. 5, σ. 338.