προβρέχω
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
A soak beforehand, Arist.Pr.931a14, Thphr.HP3.17.2:— Pass., Hp.Steril.224: aor. part. προβρᾰχείς Dsc.3.6, Eup.2.31.
German (Pape)
[Seite 713] vorher benetzen; Hippocr.; Arist. probl. 22, 11; Ath. XI, 500 c.
Greek (Liddell-Scott)
προβρέχω: βρέχω πρότερον, Ἀριστ. Προβλ. 22. 11, 2· ― παθ., ἀόρ. μετοχ. προβρᾰχείς, Ἱππ. 681. 9.