προσμίσγω
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
A v. προσμείγνυμι.
German (Pape)
[Seite 773] ion. Nebenform statt προσμίγνυμι; Σκύθαι ἄποροι προσμίσγειν, Her. 4, 46, mit denen man schwer handgemein werden kann; auch Thuc. 3, 22. 6, 104.
Greek (Liddell-Scott)
προσμίσγω: ἴδε προσμίγνυμι.