ῥόδον
English (LSJ)
τό, metaplast. dat. pl. ῥοδέεσσι v.l. in A.R.3.1020:—
A rose, first in h.Cer.6, cf. Thgn.537, Pi.I.4(3).18(36), Hdt.8.138, IG12.289; Aeol. βρόδον (q.v.); mostly of Rosa gallica, red rose, Thphr.HP6.6.4, etc.; ῥ. ἑκατοντάφυλλον, Rosa centifolia, cabbage rose, ibid.; ῥ. ἄγριον, Rosa dumetorum, wild rose, ib.6.2.1: metaph., ῥόδα μ' εἴρηκας you've spoken roses of me, have said all things sweet and beautiful, Ar.Nu.910; πάττε πολλοῖς τοῖς ῥόδοις ib.1330: prov., ὗς διὰ ῥόδων 'a bull in a china shop', Crates Com.4. 2 = ῥοδωνιά, Coluth.348. II Ῥόδα, τά,= ῥοδισμός, Rev.Hist.Rel.97.275 (Bulgaria). III pudenda muliebria, Pherecr.108.29.
German (Pape)
[Seite 846] τό, die Rose; zuerst H. h. Cer. 6; Theogn. 537; φοινίκεα, Pind. I. 3, 36; ῥόδοις ἐστεφανωμένος, Ar. Equ. 961, der auch ῥόδα μ' εἴρηκας verbindet, Nubb. 900; Folgde; auch in Prosa überall; der Rosengarten, Coluth. 341. – Auch die weibliche Schaam, κόραι τὰ ῥόδα κεκαρμέναι, Pherecrat. bei Ath. VI, 269 b. – Um ῥοδέεσσι bei Ap. Rh. 3, 1020 zu erklären, hat man auch einen nom. τὸ ῥόδος angenommen. – S. ῥοδέα.
Greek (Liddell-Scott)
ῥόδον: τό, κατὰ μεταπλασμὸν δοτ. πληθ. ῥοδέεσι ἀπαντᾷ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ.΄ 1020· ― «τριαντάφυλλον», Λατ. rosa, πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 6, Θέογν. 537, Πινδ. Ι. 4. 31, Ἡρόδ. 8. 138· ἐν τῷ Αἰολ. τύπῳ βρόδον, Σαπφὼ 19· ― μεταφορ., ῥόδα μ’ εἴρηκας, μὲ τριαντάφυλλα μὲ ἐστόλισες, Ἀριστοφ. Νεφ. 910· πάττε πολλοῖς τοῖς ῥόδοις αὐτόθι 1330· παροιμ., ὗς διὰ ῥόδων, ἐπὶ τῶν σκαιῶν καὶ ἀναγώγων, Κράτης ἐν «Γείτοσιν» 6. 2) = ῥοδωνιά, Κόλουθ. 348. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, κόραι ἀρτίως ἡβυλλιῶσαι καὶ, τὰ ῥόδα κεκαρμέναι Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 29· οὕτω ῥοδωνιά, Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 5· ῥοδὼν Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 10· πρβλ. Ἡσύχ.