βρύλλω
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
A cry for drink, of children (cf. βρῦν), Ar.Eq.1126, cf. Sch. II βρύλλων· ὑποπίνων, Hsch.
German (Pape)
[Seite 466] Ar. Equ. 1122, Schol. ὑποπίνω, wie kleine Kinder rufen, die zu trinken verlangen, wie
Greek (Liddell-Scott)
βρύλλω: ὑποπίνω, ἢ μᾶλλον φωνάζω ζητῶν νὰ πίω, ἐπὶ παιδίων (πρβλ. βρῦν), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1123, ἔνθα ἴδε Σχολ.