χρησμοδότης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who gives oracles, prophet, soothsayer, Poll.1.14, Vett.Val.112.10.
German (Pape)
[Seite 1375] ὁ, der Orakel giebt, ertheilt, Prophet, Wahrsager, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμοδότης: -ου, ὁ, ὁ διδούς χρησμούς, προφήτης, μάντις, Πολυδ. Α΄ , 17, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 135Β· - θηλ. χρησμοδότις, ιδος, Τζέτζ. Ἰλ. σ. 47.