κινητήριος

From LSJ
Revision as of 09:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑνητήριος Medium diacritics: κινητήριος Low diacritics: κινητήριος Capitals: ΚΙΝΗΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: kinētḗrios Transliteration B: kinētērios Transliteration C: kinitirios Beta Code: kinhth/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A = κινητικός, μύωψ A.Supp.307; ἀλγεινὰ θυμοῦ κ. ib.448; τὸ κ. ladle, = κίνητρον, Sch.Ar.Eq.980.

German (Pape)

[Seite 1440] bewegend, in Bewegung setzend; βοηλάτην μύωπα κινητήριον Aesch. Suppl. 303, vgl. 443; – τὸ κινητήριον, Erkl. von τορύνη, Schol. Ar. Equ. 980.

Greek (Liddell-Scott)

κῑνητήριος: -α, -ον, = κινητικός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 307· ἀλγεινὰ θυμοῦ κ. αὐτόθι 448· ― τὸ κινητήριον, τορύνη, μέγα κοχλιάριον, ὡς τὸ κίνητρον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 980.