κίνητρον
From LSJ
English (LSJ)
τό, ladle or stick for stirring, Eust.1675.57, Sch.Nic.Th.109, Sch.Od.11.128.
German (Pape)
[Seite 1440] τό, Werkzeug zum Bewegen od. Umrühren, Eust. 1675, 57 u. Schol. Nic. Th. 109. S. κίνηθρον u. κινητήριος:
Greek (Liddell-Scott)
κίνητρον: ῑ, τό, συγκεκομμένον ἐκ τοῦ κινητήριον, τορύνη («κουτάλα») ἢ ξύλον δι’ «ἀνακάτωμα», Πολυδ. Ζϳ, 169, Εὐστ. 1675. 57 Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 109· ― κίνηθρον, Πολυδ. αὐτόθι· ὡσαύτως λικμητήριον, «λιχνιστῆρι», Σχόλ. εἰς Ὀδ. Λ. 127.