τραπεζοκόμος
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ὁ,
A one who sets out a table or who waits at table, Longin.43.4, Plu.2.616a, D.L.9.80, etc.; = Lat. structor, Juba 84.
German (Pape)
[Seite 1134] den Tisch besorgend, deckend, bei Tische aufwartend; Diog. L. 9, 80; Plut. Symp. 1, 2, 2; Ath. IV, 170 d.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπεζοκόμος: ὁ, ὁ στρώνων τὴν τράπεζαν ἢ ὑπηρετῶν παρὰ τὴν τράπεζαν, κοινῶς «τραπεζιέρης», Θεόπομπ. παρὰ Λογγίνῳ 43. 4, Διογ. Λ. 9. 80, Πλούτ. 2. 616Α, κλπ., πρβλ. Ἀθήν. 710Ε.