χορτοκόπιον
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
τό,
A meadow, BSA22.197 (Olymus), Dsc.2.147, 3.18, Gp.3.6.7.
German (Pape)
[Seite 1367] τό, Ort, wo das Gras gemäht, abgeschnitten und zu Heu gemacht wird, Heuwiese, spätere und schlechte Wörter, s. Lob. Phryn. p. 310.
Greek Monolingual
τὸ, Α χορτοκόπος
1. χορτοκοπεῑον
2. εργαλείο για την κοπή χόρτου, χορτοκοπικόν.