χορτοκόπιον
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
English (LSJ)
τό, meadow, BSA22.197 (Olymus), Dsc.2.147, 3.18, Gp.3.6.7.
German (Pape)
[Seite 1367] τό, Ort, wo das Gras gemäht, abgeschnitten und zu Heu gemacht wird, Heuwiese, spätere und schlechte Wörter, s. Lob. Phryn. p. 310.
Greek Monolingual
τὸ, Α χορτοκόπος
1. χορτοκοπεῖον
2. εργαλείο για την κοπή χόρτου, χορτοκοπικόν.