πτισμός
From LSJ
Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott
English (LSJ)
ὁ,
A winnowing, προσαυλεῖν πτισμόν to sing a winnowing-song, Nicopho 17.
German (Pape)
[Seite 810] ὁ, das Enthülsen und Stampfen des Korns. Bei Poll. 4, 55 aus Nicophon ein Lied, welches Ath. XIV, 10 ᾠδὴ πτισσουσῶν genannt ist.
Greek (Liddell-Scott)
πτισμός: ὁ, ὡς τὸ πτίσις, ξεφλούδισμα, καθάρισμα κριθῆς, πτισμὸν προσαυλεῖν, προσαυλεῖν ᾠδὴν πτισσουσῶν (πρβλ. πτιστικός), Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 5.