παράκουσμα

From LSJ
Revision as of 09:56, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράκουσμα Medium diacritics: παράκουσμα Low diacritics: παράκουσμα Capitals: ΠΑΡΑΚΟΥΣΜΑ
Transliteration A: parákousma Transliteration B: parakousma Transliteration C: parakousma Beta Code: para/kousma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A thing heard amiss, false notion, Pl.Ep.338d (pl.), etc.; false story or report, Str.7.5.9 (pl.); ἐκ παρακούσματος or παρακουσμάτων D.H.9.22, J.Ap.1.8 ; equivocation, Περιπατητικῶν π. Jul.Caes.330c.    II in pl., defects of hearing, Gal. 7.108.

German (Pape)

[Seite 485] τό, das Verhörte, falsch Gehörte, falsch Verstandene, Sp., vgl. D. Hal. 9, 22, οὔτ' ἀληθὲς ὄν, οὔτε πιθανόν, ἐκ παρακούσματος δέ τινος πεπλασμένον ὑπὸ τοῦ πλήθους. – Bei Plat. Ep. VII, 338 d 340 b scheint es das nebenbei Gehörte oder geradezu das Gehörte zu sein, wie bei Iulian. Caes. 26, 6 περιπατητικῶν παρακουσμάτων γέμων die Lehrsätze der Peripatetiker bedeutet.

Greek (Liddell-Scott)

παράκουσμα: τό, πρᾶγμα κακῶς ἀκουσθέν, ἐσφαλμένη ἀντίληψις, σφάλμα, Πλάτ. Ἐπιστ. 338D, 340Β, κτλ.· ψευδὴς διήγησις, Στράβ. 317· ἐκ παρακούσματος, κατὰ παρανόησιν, Διον. Ἁλ. 9. 22. Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος 1. 8· μάλιστα ἐπὶ φιλοσοφικῶν δοξασιῶν, γέμων περιπατητικῶν παρακρουσμάτων Ἰουλιαν. 330C.