δυσπρόσοπτος
From LSJ
Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab
English (LSJ)
ον,
A hard to look on, horrid to behold, κάρα τὸ δ. ib.286; ὀνείρατα Id.El.460; ὄψις καὶ κίνησις Plu.Aem.12. Adv. -τως Agatharch.26.
German (Pape)
[Seite 688] schwer anzusehen; όνείρατα Soph. El. 452, deren Anblick Unglück bedeutet; καὶ ἔκφυλος ὄψις Plut. Aemil. 12.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρόσοπτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ προσβλέψῃ τις, κάρα τὸ δ. Σοφ. Ο. Κ. 286· ὀνείρατα ὁ αὐτ. Ἠλ. 460. ― Ὁ Nauck προτιμᾷ δυσπρόσωπον.