καινότροπος
From LSJ
Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag
English (LSJ)
ον,
A new-fashioned, unusual, μῦθος [E.]Fr.1132.49 (lyr.); Χειμών App.BC5.90.
German (Pape)
[Seite 1295] von neuer, ungewöhnlicher Art, fremdartig; Eust.; μῦθος Eur. fr. Dan. 49.
Greek (Liddell-Scott)
καινότροπος: -ον, ἀσυνήθης, παράδοξος, τίς ὁ καινότροπος οὗτος μῦθος κατ’ ἐμὰν ἦκεν ἀκοάν; μνημονεύεται ἐκ τῶν Ἀποσπ. Εὐριπ. (Δαν. 49;)· χειμῶνι τῶν πώποτε μάλιστα καινοτρόπῳ Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 90· τραγῳδία... καινότροπος Εὐστ. Πονημάτ. 269. 39. - Ἐπίρρ. καινοτρόπως, Νικ. Χων. σ. 402. 19, ἔκδ. Μί.