παραγυμνόω
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
A lay bare at the side, expose, τι τῆς πλευρᾶς Arr. Tact.40.5, cf. D.C.49.6 (Pass.). 2 metaph., lay bare, disclose, τὸν πάντα λόγον Hdt.1.126, cf. 8.19, 9.44; τὸ βούλευμα Conon 50:—Pass., παρεγυμνώθη διότι . . Plb.1.80.9.
German (Pape)
[Seite 475] daneben oder an der Seite entblößen, Sp., wie D. Cass. 49, 6. – Gew. übertr., offenbar machen, erklären; λόγον, Her. 1, 126. 8, 19; ἔπος 9, 44; ἐπεὶ παρεγυμνώθη, διότι τὴν τιμωρίαν παραιτοῦνται, Pol. 1, 80, 9; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραγυμνόω: σχεδὸν γυμνώνω, ἐκθέτω, Δίων Κ. 49. 6. 2) μεταφορ., ἀπογυμνῶ, ἀποκαλύπτω, τὸν πάντα λόγον Ἡρόδ. 1. 126, πρβλ. 8. 19., 9. 44· τὴν ἀλήθειαν Κλήμ. Ἀλ. 63· παρεγυμνώθη διότι …, Πολύβ. 1. 80, 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραγυμνῶσαι· φανεροποιῆσαι».