ἐλεφαντίασις
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
English (LSJ)
εως, ἡ, the disease
A elephantiasis, Cels.3.25, Dsc.2.70.3, Plu.2.731a.
German (Pape)
[Seite 796] ἡ, eine schlimme Art Aussatz, von der Aehnlichkeit mit der Elephantenhaut, Plut. Symp. 8, 9, 1 u. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεφαντίασις: -εως, ἡ, εἶδος νόσου τοῦ δέρματος, εἶδος λέπρας, ἰδίως ἐν Αἰγύπτῳ, καλεῖται δὲ οὕτως ἐκ τῆς ὁμοιότητος αὐτῆς πρὸς τὸ δέρμα ἐλέφαντος, Πλούτ. 2. 731Α κἑξ., Ἀρετ. Χρον. Παθ. 2. 13· ― ὡσαύτως, ἐλεφαντιασμός, ὁ, Ἐτυμολ. Μ. 561. 4: ― ἐλεφαντιάω, ὑποφέρω ἐξ ἐλεφαντιάσεως, Διοσκ. 1. 105, Προκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 214.