κοιτωνοφύλαξ
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A guardian of the bed-chamber, Apion ap. Hsch. s.v. θαλαμηπόλος.
German (Pape)
[Seite 1471] ακος, ὁ, Wächter des Schlafzimmers, Hesych. v. θαλαμηπόλος.
Greek (Liddell-Scott)
κοιτωνοφύλαξ: -ᾰκος, ἡ, «ἡ τοῦ θαλάμου ἐπιμελουμένη» Ἡσύχ. ἐν λ. θαλαμηπόλος.