ὀλιγοτόκος
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
German (Pape)
[Seite 322] wenig, selten gebärend, Arist. H. A. 6, 17 part. an. 4, 10.
Greek Monolingual
-ο (Α ὀλιγοτόκος, -ον)
αυτός που γεννά λίγα τέκνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -τόκος (< τόκος < τίκτω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].