διακονικός

From LSJ
Revision as of 11:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾱκονικός Medium diacritics: διακονικός Low diacritics: διακονικός Capitals: ΔΙΑΚΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: diakonikós Transliteration B: diakonikos Transliteration C: diakonikos Beta Code: diakoniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A serviceable, Ar.Pl.1170, etc.; -κή (sc. τέχνη), ἡ, Pl.Plt.299d; δ. φύσις Id. ap. Plu.2.416f: Comp. -ώτερος Id.Grg.517b; αἱ δ. πράξεις, τὰ δ. ἔργα servants' business, menial work, Arist.Pol.1277a36, 1333a7; δ. ἀρεταί ib.1259b23. Adv. -κῶς in the course of service, Men.113; serviceably, Sor.1.80.

German (Pape)

[Seite 583] zur Bedienung gehörig, geschickt; Ar. Plut. 1170; τέχναι δ. καὶ δουλοπρεπεῖς Plat Gorg. 518 a; auch διακονικώτερος, 517 b; πράξεις, Dienergeschäfte, Arist. Pol. 2, 4; ἔργα, 7, 14. – Adv., διακονικῶς, flink, προιλήλυθας Men. Ath. IV, 172 c.

Greek (Liddell-Scott)

διᾱκονικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς ὑπηρεσίαν, χρήσιμος, Ἀριστοφ. Πλ. 1170, κτλ.· ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος Πλάτ. Γοργ. 517Β· αἱ δ. πράξεις, τὰ δ. ἔργα, ἐργασίαἀσχολία τοῦ ὑπηρέτου, ἔργον βάναυσον, ἀσχολία ταπεινὴ Ἀριστ. Πολ. 3. 4, 12., 7. 14, 7· δ. ἀρεταὶ αὐτόθι 1. 13, 2. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον διακόνου Μένανδ. Δημ. 1.