κακοῦργος
English (LSJ)
Ep. κακοεργός (also late Prose, Porph.Abst. 2.38;
A δαιμόνια κακοεργά Aen.Gaz.Thphr.p.60B.), ον, (ἔργον) doing ill, mischievous, knavish, once in Hom., ἀλλά με γαστὴρ ὀτρύνει κακοεργός importunate, Od.18.54; freq. later, κλῶπες κακοῦργοι Hdt. 1.41; κ. ἀνήρ S.Aj.1043; also κακουργότατος λόγος D.20.125; κ. μάχαιρα AP11.136 (Lucill.); -ότατα εἰπεῖν Antipho 2.4.2. Adv. -γως Poll.3.132. 2 as Subst., malefactor, criminal in the eye of the law, Ps.-Phoc.133, Th.1.134, PLille 1.7.20 (iii B.C.), Ev.Luc. 23.32, etc.; οὐδεὶς κακοεργός Theoc.15.47; at Athens, technically, thief, robber, ὁ τῶν κακούργων νόμος Antipho5.9, cf. 16, Lys.13.78, D.22.28, 24.102. II c. gen., doing harm to, κ. μὲν τῶν ἄλλων, ἑαυτοῦ δὲ πολὺ -ότερος, X.Mem.1.5.3, cf. Pl.R.421b: abs., harmful, κ. ἐπιθυμίαι ib.554c; καρτερία Id.La.192d; ἄγνοια -οτάτη καὶ αἰσχίστη Id.Alc.1.118a.
German (Pape)
[Seite 1305] (zsgzgn aus κακοεργός), schlecht handelnd, boshaft, betrügerisch; ἀνήρ Soph. Ai. 1002; μάντις O. R. 705; Her. 1, 41 u. sonst; subst. der Verbrecher, Thuc. 1, 134 Plat. Rep. VIII, 552 d u. Folgde; von der κάκωσις γονέων Dem. 24, 107; von Sachen, κακουργότατος λόγος Lpt. 125 (vgl. κακουργέω); κακουργότατα διαβάλλειν τινά Antiph. 2 γ 2; ἐπιθυμίαι Plat. Rep. VIII, 554 c; καὶ ἀπατηλή Gorg. 465 b; καὶ βλαβερά Lach. 192 b; – τινός, Einem schadend, Xen. Mem. 1, 5, 3. – Adv., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κακοῦργος: Ἐπικ. κακοεργός, όν, (ἔργον): ― πράτων τὸ κακόν, βλαπτικός, φαῦλος, μοχθηρός, παρ’ Ὁμ. μόνον ἅπαξ, ἀλλά με γαστήρ ὀτρύνει κακοεργός, ἐνοχλητική, Ὀδ. Σ. 54· συχνάκις βραδύτερον, κακοῦργοι κλῶπες Ἡρόδ. 1. 41· κακοῦργος ἀνὴρ Σοφ. Αἴ. 1043· ὡσαύτως, κακοῦργοι ἐπιθυμίαι Πλάτ. Πολ. 554C· κακουργότατος λόγος Δημ. 494. 26, κτλ.· κακοῦργος μάχαιρα Ἀνθ. Π. 11. 136. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐγκληματίας, κακοῦργος, ἔνοχος κακουργήματος, Ψευδο-Φωκυλ. 125, Ἀντιφῶν 130. 16, 18., 131. 26, Θουκ. 1. 134, κτλ.· ― ἀκολούθως (τεχνικῶς), κλέπτης ἢ ληστής, Ἀντιφῶν 115. 19, πρβλ. 140. 18, Δημ. 602. 1., 732. 14, κτλ.· οὐδεὶς κακοεργὸς Θεόκρ. 15. 47· πρβλ. Ἀττ. Process. σ. 76. 3) Ἐπίρρ. -γως, Πολυδ. Γ΄, 132· Ὑπερθ., κακουργότατα διαβάλλειν τινὰ Ἀντιφῶν 119. 25. ΙΙ. ἐπιφέρων βλάβην εἴς τινά, Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 3, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 421Β· οὕτω καὶ ἀπολ., αὐτόθι 554C· κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 118Α.