ἱερατεῖον
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
τό,
A a sanctuary, Procop.Aed.1.4.
German (Pape)
[Seite 1240] τό, Aufenthaltsort der Priester, Sakristei, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερᾱτεῖον: τό, τὸ ἱερὸν τοῦ ναοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8609, Ἀθαν. Ι. 676Α, 688Β, Παλλαδίου Βίος Χρυσ. 36Α, Προκόπ. ΙΙΙ. 188, κτλ. ΙΙ. Λατ. sacerdotium, οἱ ἱερεῖς, ὁ κλῆρος, Συλλ. Ἐπιγρ. 9263, Ἀθαν. Ι. 244C, κτλ., Βασίλ. IV. 713C, κτλ.