ἀνάστημα

From LSJ
Revision as of 10:29, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάστημα Medium diacritics: ἀνάστημα Low diacritics: ανάστημα Capitals: ΑΝΑΣΤΗΜΑ
Transliteration A: anástēma Transliteration B: anastēma Transliteration C: anastima Beta Code: a)na/sthma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἀνίσταμαι)

   A height, Thphr.HP9.9.5; of animals, D.S.5.17(pl.); τὸ τῆς ἡλικίας ἀ. J.AJ2.9.6; ἀ. βασιλικόν royal majesty, D.S.19.92; ἀ. τραγικόν D.Chr.18.7 (prob.l.); ἡ ψυχὴ γαῦρόν τι ἀ. λαμβάνουσα Longin.7.2(prob.).    2 protuberance, prominence, Simp.in Cael.480.15.    3 high ground, in pl., Str.2.3.2, D.S. 2.14, etc.    4 erection, building, Epict.Gnom.62(pl.): metaph., structure, φιλοσοφίας Phld.Herc.1457.10.    5 eruption, φλυκταινῶν Lyd.Ost.35:—also ἀνάστεμα, LXX Ju.9.10.al.

German (Pape)

[Seite 209] τό, Erhöhung, Höhe, z. B. eines Berges, D. Sic. 2, 14 oft; βασιλικόν, königliche Majestät, Diod. S. 19, 92.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάστημα: -ατος, τό, (ἀνίσταμαι) ὕψος, μέγεθος, ἐπὶ ὄρους π.χ. ἢ φυτοῦ, κτλ., Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 9, 5· ἀνάστ. βασιλικόν, τὸ βασιλικὸν μεγαλεῖον, Διόδ. 19. 92. 2) ἀνέγερσις οἰκοδομήματος, οἰκοδόμημα, Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 316. 40: ‒ Ἐν τοῖς Σιβυλλ. Χρησμ. 8. 268 ἀπαντᾷ μεταγενέστερός τις ποιητικὸς τύπος ἀνάστᾰμα.