πλίξις

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

German (Pape)

[Seite 637] ἡ, 1) das Schreiten, Ausschreiten. – 2) das Ausspannen, dah. die Spanne als Maaß, Suid. S. πλίξ.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α
1. άνοιγμα τών ποδιών προς βάδισμα, βήμα
2. τάνυσμα, τέντωμα
3. (κατά το λεξ. Σούδα) (ως μέτρο μεγέθους) το άνοιγμα του χεριού, η σπιθαμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλιξ- του πλίσσω/πλίσσομαι «βηματίζω» (πρβλ. πλίξ, αόρ. ἀπ-ε-πλίξ-ατο) + κατάλ. -ις].