πλίξις
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
German (Pape)
[Seite 637] ἡ, 1) das Schreiten, Ausschreiten. – 2) das Ausspannen, dah. die Spanne als Maaß, Suid. S. πλίξ.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, Α
1. άνοιγμα τών ποδιών προς βάδισμα, βήμα
2. τάνυσμα, τέντωμα
3. (κατά το λεξ. Σούδα) (ως μέτρο μεγέθους) το άνοιγμα του χεριού, η σπιθαμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλιξ- του πλίσσω/πλίσσομαι «βηματίζω» (πρβλ. πλίξ, αόρ. ἀπ-ε-πλίξ-ατο) + κατάλ. -ις].