ἔρευνα
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ης, ἡ,
A inquiry, search, ἔ. τινός search for.., S.OT566, cf. Ichn.92 ; οὐδ' ᾖξας εἰς ἔ. ἐξευρεῖν γονάς; E.Ion328 ; ἔ. ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Arist.Oec.1351b34, cf. PTeb.38.19 (ii B. C.) ; v. ἔραυνα. II exploratory operation, Herod.Med. ap. Orib.50.46.2.
German (Pape)
[Seite 1026] ἡ, das Nachspüren, Forschen, die Forschung, Untersuchung, ἀλλ' οὐκ ἔρευναν τοῦ θανόντος ἔσχετε Soph. O. R. 566, ihr stelltet keine Untersuchung über den Todten an? οὐδ' ᾐξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Eur. Ion 328; ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Arist. Oec. 2, 30; S;p.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρευνα: -ης, -ἡ, ὡς καὶ νῦν, ζήτησις, ἀναζήτησις, ἐρ. ἔχειν τινός, ἐρευνᾶν, ἀναζητεῖν, Σοφ. Ο. Τ. 566· οὐδ’ ᾖξας εἰς ἔρευναν ἐξευρεῖν γονάς; Εὐρ. Ἴων 328· ἔρευναν ποιεῖσθαι τῶν οἰκιῶν Ἀριστ. Οἰκ. 2. 31.