ἐξοικέω
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
A emigrate, remove, εἰς τὴν ὑπερορίαν Lys.31.9, cf. Hyp.Ath.29; Μέγαράδε D.29.3, cf. PLond.2.391.17 (v A. D.): abs., Arist.Ath.39.1. II Pass., to be completely inhabited, Th.2.17.
German (Pape)
[Seite 885] aus seiner Wohnung gehen, aus seiner Heimath auswandern; Μέγαράδ' ἐξῴκηκε Dem. 29, 3; εἰς ὑπερορίαν Lys. 31, 9. – Bei Thuc. 2, 17, τὸ Πελασγικὸν ὑπὸ τῆς ἀνάγκης ἐξῳκήθη, = wurde ganz bewohnt.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοικέω: μετοικῶ, μεταναστεύω, εἰς ὑπερορίαν Λυσ. 187. 29· Μεγαράδε Δημ. 845. 19. ΙΙ Παθ., κατοικοῦμαι ἐντελῶς, τὸ Πελεσγικόν... ὑπὸ τῆς παραχρῆμα ἀνάγκης ἐξῳκήθη Θουκ. 2. 17. ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 511-2.