ἀνέτοιμος

From LSJ
Revision as of 10:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέτοιμος Medium diacritics: ἀνέτοιμος Low diacritics: ανέτοιμος Capitals: ΑΝΕΤΟΙΜΟΣ
Transliteration A: anétoimos Transliteration B: anetoimos Transliteration C: anetoimos Beta Code: a)ne/toimos

English (LSJ)

ον,

   A unready, not ready, Plb.12.20.6, D.S.12.41, J.Vit. 22; εἴς τι APl.4.242 (Eryc.). Adv. -ως, ἔχειν πρός τι App.Mith. 12.    2 out of reach, unattainable, ἀνέτοιμα διώκειν Hes.Fr.219.

German (Pape)

[Seite 226] nicht bereit, νήπιος ὃς τὰ ἕτοιμα λιπὼν ἀνέτοιμα διώκει Hes. fr. 118 Göttl.; compar., Pol. 12, 20; nicht gerüstet, Sp., εἰς γάμον Eryc. 6 (Plan. 242).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέτοιμος: -ον, ὁ μὴ ἕτοιμος, Πολύβ. 12. 20, 6. Διόδ. 12. 41˙ εἴς τι Ἀνθ. Πλαν. 242: ― ὁ μὴ ὢν ἐν χερσὶν ἢ ἐν τῇ ἐξουσίᾳ τινός, νήπιος ὃς τὰ ἕτοιμα λιπών, ἀνέτοιμα διώκει, «ἀφίνει τὰ ἥμερα καὶ ζητεῖ τὰ ἄγρια» (Ἡσ.;) παρὰ Πλουτ. 2. 505D.