αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble
[Seite 20] ἡ (λαχαίνω), das Graben, τάφων πατρῴων λαχαί Aesch. Spt. 897. ἡ (λαχεῖν), = λῆξις, λάχος, VLL.
ῆς (ἡ) :fosse, trou creusé.Étymologie: DELG cf. λάχανον.Par. λάκκος.