ἰσάτις
From LSJ
English (LSJ)
ιδος, Hp.Ulc.11, Michel832 (Samos, iv B.C.) (but
A -ιος Hp. Aff.38, -εως POxy.101.12): ἡ:—a plant producing a dark blue dye, woad, Lat. Isatis tinctoria, Hp. ll.cc., Thphr.Sens.77, Dsc.2.184, Plin.HN20.59.
German (Pape)
[Seite 1263] ιδος, ἡ, eine Pflanze, Waid, isatis tinctoria, zum Blaufärben, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσάτις: -ιδος, ἡ, φυτόν τι ἐξ οὗ γίνεται βαφὴ βαθέος κυανοῦ χρώματος, Λατ. isatis tinctoria, κοινῶς «λουλάκι», Ἱππ. 874Η, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 77, Διοσκ. 2. 216.