τόπαρχος

From LSJ
Revision as of 11:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόπαρχος Medium diacritics: τόπαρχος Low diacritics: τόπαρχος Capitals: ΤΟΠΑΡΧΟΣ
Transliteration A: tóparchos Transliteration B: toparchos Transliteration C: toparchos Beta Code: to/parxos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A ruling over a place, γυνή mistress, A.Ch.664 (ταπαρχος (suprascr. ό) cod. M).    II = τοπάρχης, SIG880.29, al. (Pizus, iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1129] ὁ, auch ἡ, der, die über einen Ort, eine Gegend, ein Land herrscht; γυνὴ τόπαρχος, Aesch. Ch. 653, l. d.; Vorsteher einer Gegend, Landpfleger, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τόπαρχος: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὴν κυβέρνησιν ἢ διοίκησιν τόπου τινός, γυνὴ τ., ἡ κυρία, δέσποινα, Αἰσχύλ. Χο. 664· ἀλλ’ ὁ κῶδ. M. ἔχει τάπαρχος, ὅθεν ὁ Ahr. διώρθωσε γ’ ἄπαρχος· ὁ δὲ Bumberger στέγαρχος.