ἐρεθιστικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for irritation, σημεῖον Hp.Acut.48: c. gen., provocative, ὀρέξεως Diph.Siph. ap. Ath.3.120e. Adv. -κῶς Sch.Il.16.36.
German (Pape)
[Seite 1023] anreizend, τινός, z. B. ὀρέξεως Diphil. Ath. III, 120 e; Eust. – Adv., Schol. Il. 16, 36.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρεθιστικός: ή, ον, ἀνήκων εἰς ἐρεθισμόν, σημεῖον ἐρεθιστικὸν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392. 15, ὡς καὶ νῦν, ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ ἐρεθίζῃ, διεγερτικός, μετὰ γεν., ἐρεθιστικὰ ὀρέξεως Δίφ. Σιφν. παρ’ Ἀθην. 120Ε. Ἐπίρρ. -κῶς. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 36.