σπαταλάω
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
A live softly or in excessive comfort or indulgence, Plb.36.17.7, IG14.2002 (Rome), LXX Si.21.15, 1 Ep.Ti.5.6, Ep.Jac.5.5; τὰ σπαταλῶντα τῶν παιδίων spoilt children, Theano in Pythag.Ep.4.4, cf. Diog.Ep.28.7.
German (Pape)
[Seite 918] schwelgen, üppig leben (vgl. σπαταλός); weichlich, verzogen sein, τὰ σπαταλῶντα τῶν παιδίων, Theano.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰτᾰλάω: ζῶ ἀκολάστως, ἀσώτως, Πολύβ. ἐν Ἐκλογ. Βατ. σ. 451, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (προσθῆκαι) 646a, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚΑ΄, 15), Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ε΄, 6· τὰ σπαταλῶντα τῶν παιδίων, τὰ «κακοανατεθραμμένα», Θεανὼ σ. 741 Cate· πρβλ. κατασπαταλάω.