τειχομαχέω
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
A fight the walls, i.e. conduct siege operations, Hdt.9.70, Th.7.79, X.HG1.1.14, etc.; τ. τινί Ar.Nu.481; πρὸς τοὺς πολεμίους Plu.Alc.28; τειχομαχεῖν δυνατοί skilled in conducting sieges, i.e. good engineers, Th.1.102: perh. of defending a wall, App. Hann.92.
German (Pape)
[Seite 1081] um die Mauern oder um die Burg kämpfen, bes. belagern; Her. 9, 70; Ar. Nubb. 473; Thuc. 1, 102. 7, 79, Xen. Hell. 1, 1, 14; Sp., wie Hdn. 8, 4, 18.
Greek (Liddell-Scott)
τειχομᾰχέω: μάχομαι πρὸς τὰ τείχη, δηλ. πολιορκῶ καὶ προσβάλλω τὰ τείχη, Ἡρόδ. 9. 70, Θουκ. 7. 79, Ξεν., κλπ.· τ. τινι Ἀριστοφ. Νεφ. 481· πρός τινα Πλουτ. Ἀλκ. 28· τειχομαχεῖν δυνατοί, ἔμπειροι εἰς τὸ τειχομαχεῖν, δηλ. εἰς τὸ πολιορκεῖν καὶ προσβάλλειν τείχη, Θουκ. 1. 102.