ἀνασκαλεύω
From LSJ
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
A scrape up, Hsch., Zen.1.27:—Med., clean out the ears, Pl.Com.148. II metaph., ransack, τὴν ὅλην οἰκουμένην PMag.Par.1.186.
German (Pape)
[Seite 207] aufscharren, hervorsuchen, ausforschen. Sp., B. A. 392 ἀνακινέω, ἀναλογίζομαι. Bei Poll. 2, 83 in Plat. com. von Mein. für ἀνασκἀλλεται hergestellt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασκᾰλεύω: ἐκ νέου σκαλίζω, «ἀνασκαλεύοντες, ἀνακινοῦντες ἢ ἐρευνῶντες» Ἡσύχ., Ζηνοβ. Παροιμ. 1. 27. ΙΙ. ἀνακαλύπτω, ἀποκαλύπτω, Εὐστ. Πονημ. 268. 20, κτλ.: - πρβλ. ἑπόμ.