πανηγυρίζω
English (LSJ)
A celebrate or attend a public festival, πανηγύριας π. keep holy-days, Hdt.2.59; Ὀλύμπια καὶ Κάρνεια π. Plu.2.873e; τὴν τῶν ἐπινικίων ἡμέραν POxy.705.35 (iii A. D.): abs., PSI4.374.15 (iii B. C.); π. ἐς πόλιν go to a city to attend a festival, Hdn.1.9.2: metaph., enjoy oneself, Alex.219.17, Ael.VH13.1. 2 frequent fairs or markets, App.Pun.116. II later, make a set speech in a public assembly, deliver a panegyric, Isoc.5.13, Plu.2.802e. 2 Pass., sound as at a festival, of flutes, etc., Heraclit.All.9.
German (Pape)
[Seite 459] eine πανήγυρις bilden, in derselben sein, sowohl ein Volksfest feiern, wie Her. 2, 59, πανηγύρις πανηγυρίζειν, u. zwar εἰς πόλιν, sich zu dem Feste in die Stadt begeben, als auch eine Rede in einer festlichen Volksversammlung halten, vorzugsweise eine feierliche Lobrede halten, vgl. Poll. 4, 31; so Isocr. 5, 13 u. Sp., wie Plut. öfter. – In allgemeiner Bdtg, sich vergnügen, scheint es Ael. V. H. 13, 1 zu gebrauchen, καὶ παρῆν τῇ τε ἄλλῃ πανηγυρίζειν καὶ κατὰ τὴν εὐωδίαν ἑστιᾶσθαι. – Bei App. Pun. 116 = Handel treiben.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνηγῠρίζω: πανήγυριν ἄγω ἢ συντελῶ, πανηγυρίζω, ὡς καὶ νῦν, ἢ λαμβάνω μέρος εἰς δημοσίαν πανήγυριν, πανηγυρίζουσι πανηγύρις ἐς Νούβαστιν πόλιν, ἑορτάζουσιν, Ἡρόδ. 2. 59· Ὀλύμπια καὶ Κάρνεια π. Πλούτ. 2. 873Ε· πανηγυρίζω ἐς πόλιν, ἀπέρχομαι εἰς πόλιν τινὰ ὅπως παραστῶ κατὰ τὴν πανήγυριν, Ἡρῳδιαν. 1. 9· καθόλου, διασκεδάζω, τέρπομαι, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 1· ― συχνάζω εἰς ἀγοράς, Ἀππ. Καρχηδ. 116. ΙΙ. ἐκφωνῶ ἐπίτηδες συντεταγμένον λόγον ἐνώπιον δημοσίας πανηγύρεως, ἐκφωνῶ λόγον πανηγυρικόν, Ἰσοκρ. 85Α, Πλούτ. 2. 802Ε. 2) Παθ., ἠχῶ ἑορταστικῶς, ἐπὶ αὐλῶν κλπ., Ἡρακλείδ. Ἀλληλ. Ὁμ. 9.