ἄλειφαρ

From LSJ
Revision as of 11:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλειφαρ Medium diacritics: ἄλειφαρ Low diacritics: άλειφαρ Capitals: ΑΛΕΙΦΑΡ
Transliteration A: áleiphar Transliteration B: aleiphar Transliteration C: aleifar Beta Code: a)/leifar

English (LSJ)

ατος, τό, (ἀλείφω)

   A unguent, anointing-oil, oil, fat, used in funeral sacrifices, Il.23.170, Od.3.408, etc.; ἄλειφαρ ἀπὸ κέδρου, ἀπὸ σιλλικυπρίων, oil of cedar, etc., Hdt.2.87,94; ἄ. ῥόδινον Hp.Mul.1.74.    II pitch or resin, to seal wine-jars, Theoc.7.147.—Cf. foreg.

German (Pape)

[Seite 92] ατος, τό (acc. nur Theocr. a. a. O. u. Hes. l. d.), Salböl, Hom. sechsmal, ἀλείφατι Od. 24, 45. 67. 73; ἀλείφατος ἀμφιφορῆας Iliad. 23, 170, ἀλείφατος ἐννεώροιο 18, 351; Od. 3, 408 λίθοι ξεστοί, λευκοί, ἀποστίλβοντες ἀλείφατος, Scholl. λείπει τὸ ὡς· ἔστι γὰρ ὡς ἐλαίου; der gen. bestimmt den Begriff ἀποστίλβειν genauer, ἀποστίλβειν ἀλείφατος, Oelglanz haben; – τοῦἀπὸ κέδρου γινομένου ἀλείφατος Her. 2, 87; 2, 94; – Fett, Hes. Th. 553 u. Sp.; – Theocr. 7, 147 Pech zum Verkleben der Weinkrüge.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλειφαρ: -ατος, τό, (ἀλείφω) μύρον, ἔλαιον πρὸς ἀλοιφήν, ἔλαιον, λίπος, χρησιμεῦον εἰς ἐπικηδείους θυσίας, Ἰλ. Ψ. 170, Ὀδ. Γ. 408, κτλ., ἄλειφαρ ἀπὸ κέδρου, ἀπὸ σιλλικυπρίων, ἔλαιον ἐκ κέδρου, κτλ., Ἡρόδ. 2. 87, 94. II. καθόλου, πᾶν χρησιμεῦον πρὸς ἐπίχρισιν, ἐντεῦθεν παρὰ Θεοκρ. 7. 147· πίσσαῥητίνη πρὸς σφράγισιν οἰνοδόχων ἀγγείων, πρβλ. προηγ.