ἀποφόρητος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A carried away; τὰ ἀ. presents which guests received at table to take home, Ath.6.229c, cf. Petron.56, Suet.Cal.55, Vesp.19.
German (Pape)
[Seite 335] wegzutragen, τὰ ἀποφόρητα, Geschenke, welche die Gäste bei Tafel bekommen, um sie mitzunehmen, Ath. VI. 229 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφόρητος: -ον, ὁ ἀποφερόμενος, ὃν λαμβάνει τις καὶ φέρει μεθ’ ἑαυτοῦ, τὰ ἀποφόρητα δῶρα, ἅπερ οἱ κεκλημένοι ἐλάμβανον κατὰ τὸ δεῖπνον ὅπως παραλάβωσιν αὐτὰ μεθ’ ἑαυτῶν, Ἀθήν. 229Ε, πρβλ. Σουητών. ἐν βίῳ Καλιγ. 55, Οὐεσπ. 19.