κεντροβαρής
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
German (Pape)
[Seite 1418] ές, nach dem Mittelpunkt durch seine Schwere strebend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κεντροβᾰρής: -ές, (κέντρον 6) βαρύνων πρὸς τὸ κέντρον· τὰ κεντροβαρικὰ, πραγματεία τοῦ Ἀρχιμήδους περὶ τοῦ κέντρου τῆς βαρύτητος˙ ἡ κεντροβαρική, ἡ θεωρία τοῦ κέντρου τῆς βαρύτητος, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 168.