χειρουργικός

From LSJ
Revision as of 11:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρουργικός Medium diacritics: χειρουργικός Low diacritics: χειρουργικός Capitals: ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: cheirourgikós Transliteration B: cheirourgikos Transliteration C: cheirourgikos Beta Code: xeirourgiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of technical dexterity, ἡ χ. ἐπιστήμη Arist.Pol. 1341b1; τὰ μὴ χ. (sc. τῶν τεχνῶν) Phld.Po.5.2; χ. μέρος τῆς μουσικῆς the practical part of music, i.e. execution, Plu.2.1135d.    2 of or for surgery, ἡ -κή (sc. τέχνη) surgery, D.L.3.85. Adv. -κῶς Poll.2.148.    II worked by hand, τόξα Hero Bel.75.5.

German (Pape)

[Seite 1347] ή, όν, zum Arbeiten oder Ausüben mit den Händen, zur Handarbeit gehörig, geschickt, praktisch; τὸ χειρουργικὸν μέρος τῆς μουσικῆς, der ausübende Theil der Musik, Plut. de mus. 13. – Bes. zum Wundarzt u. zu seiner Kunst gehörig, chirurgisch, ἡ χειρουργική, sc. τέχνη, die Wundarzneikunst, D. L. 3, 85, wo sie durch τέμνειν καὶ καίειν charakterisirt ist, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χειρουργικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἔργον τῶν χειρῶν, ἡ χ. ἐπιστήμη Ἀριστ. Πολιτ. 8. 6, 3· τὸ χ. μέρος τῆς μουσικῆς, ἡ ἐκτέλεσις, Πλούτ. 2. 1135Ε. 2) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ἐν τῇ ἰατρικῇ χειρουργίαν, ἡ χειρουργικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), Διογ. Λ. 4. 85, παρ’ ᾧ ὁρίζεται ὡς τέχνη τοῦ τέμνειν καὶ καίειν· οὕτω, τὸ χειρουργικὸν Μοσχίων·―ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Β΄, 148. ΙΙ. εἰργασμένος διὰ τῆς χειρός, Ἥρων Βελοπ. 1. 4.