ἄχαλκος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A without brass, ἄχαλκος ἀσπίδων, i.e. ἄνευ ἀσπίδων χαλκείων S.OT191 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 417] ohne Erz, ἄχαλκος ἀσπίδων, ohne das Erz der Schilde, ohne eherne Schilde, Soph. O. R. 191.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχαλκος: -ον, ἄνευ χαλκοῦ, ἄχαλκος ἀσπίδων, δηλ. ἄνευ χαλκῶν ἀσπίδων, Σοφ. Ο. Τ. 190· ― ἄνευ χρημάτων, ἄχαλκος καὶ ἄρραβδος καὶ μονοχίτων Γρηγ. Ναζ.