προσοράω
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
English (LSJ)
fut.
A -όψομαι S.Ant.764: Dor. ποθόρημι Theoc.6.22 (vv. ll. ποθορῶμαι, -ῆμαι, but prob. ποθορῷμι), inf. ποθορῆν AP9.604 (Noss.):—look at, behold, Mimn.1.8, Xenoph.2.6, S. l.c., El.381, Pl.Phdr.250e; προσορῶσα δόμοισι βλάβαν S.Tr.842 (lyr.); cf. προσεῖδον :—Med., προσορωμένα Id.OC244 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 775] (s. ὁράω), ansehen, anblicken; Od. 16, 29 alte v. l. für ἐςορᾶν, wie προσίδωνται v. l. für προΐδωνται 13, 155; σὰς προσιδοῦσα τύχας, Aesch. Prom. 553; Soph. O. R. 1, 75. 1372 u. öfter; Plat. Phaedr. 250 e; Xen. Conv. 8, 18. Auch im med., φοβερὰν ὄψιν προσιδέσθαι, Aesch. Pers. 48. 680 Soph. O. C. 244 Eur.
Greek (Liddell-Scott)
προσοράω: μέλλ. -όψομαι· Δωρ. ποθόρημι Θεόκρ. 6. 22, ἀπαρέμφ. ποθορῆν Ἀνθ. Π. 9. 604. Προσβλέπω, παρατηρῶ, θεῶμαι, Μίμνερμ. 1. 8, Σοφ. Ἀντ. 764, Ἠλ. 381, Πλάτ. Φαῖδρ. 250Ε· προσορῶσα δόμοισι βλάβαν Σοφ. Τρ. 842· πρβλ. ἀόρ. προσεῖδον· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, προσορωμένα Σοφ. Ο. Κ. 244 (λυρ.).