ποθόρημι

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποθόρημι Medium diacritics: ποθόρημι Low diacritics: ποθόρημι Capitals: ΠΟΘΟΡΗΜΙ
Transliteration A: pothórēmi Transliteration B: pothorēmi Transliteration C: pothorimi Beta Code: poqo/rhmi

English (LSJ)

v. προσοράω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποθόρημι, Dor. voor προσοράω.

German (Pape)

dor. = προσοράω.

Russian (Dvoretsky)

ποθόρημι: дор. Theocr. = προσοράω.

Greek (Liddell-Scott)

ποθόρημι: Δωρ. ἀντὶ προσοράω.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσορῶ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί «προς» με αποκοπή) + ὄρημι / ὅρημι, αιολ. τ. του ρ. ὁρῶ].

Greek Monotonic

ποθόρημι: Δωρ. αντί προσοράω.