διασκαίρω
From LSJ
English (LSJ)
A bound through, dart along, A.R.1.574.
German (Pape)
[Seite 601] durchhüpfen, ὑγρὰ κέλευθα, von Fischen, Ap. Rh. 1, 574.
Greek (Liddell-Scott)
διασκαίρω: πηδῶ, σκιρτῶ, τινάσσομαι διὰ μέσου, ὡς οἱ ἰχθύες, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 574.