μητροκτόνος
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
ον,
A killing one's mother, matricidal, μ. φίτυμα, of Orestes, A.Ag.1281; μ. χεῖρες Id.Eu.102; μ. μίασμα the stain of a mother's murder, ib.281; μ. κηλίς, αἷμα, E.IT1200, Or. 1649. 2 Subst., matricide, A.Eu.493 (lyr.), E.El.975, Pl.Lg.869b; ἔσχατος Αἰνεαδῶν μ. ἡγεμονεύσει, of Nero, D.C.61.16.
German (Pape)
[Seite 180] die Mutter tödtend, Muttermörder; χεῖρες, Aesch. Eum. 102; μίασμα, 271; subst., 470; Eur. κηλίς, αἷμα, I. T. 1200 Or. 1449, auch subst. öfter; in Prosa, Plat. Legg. IX, 869 b.
Greek (Liddell-Scott)
μητροκτόνος: -ον, ὁ φονεύων τὴν ἑαυτοῦ μητέρα, μ. φίτυμα, ἐπὶ τοῦ Ὀρέστου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1281· μ. χεῖρες ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 102· ὁ ἀνήκων εἰς μητροκτονίαν, μ. μίασμα, τὸ μόλυσμα τοῦ φόνου τῆς μητρός, αὐτόθι 281· οὕτω, μ. κηλίς, αἷμα Εὐρ. Ι. Τ. 1200, Ὀρ. 1649. 2) ὡς οὐσιαστ., τοῦδε μητροκτόνου Αἰσχύλ. Εὐμ. 492, Εὐρ. Ἠλ. 975, Πλάτ. Νόμ. 869Β.